Αριστοτέλειο Εκπαιδευτήριο Σερρών: Μουσική, συναίσθημα και ομιλία
Γράφει ο Σάκης Ανδρικάκης*
Η Μουσική μάς ασκεί μια τόσο ισχυρή έλξη, επειδή έχει δυνατή συναισθηματική ανταπόκριση.
Η ένταση, ο ρυθμός, το ηχόχρωμα, η ταχύτητα εκτέλεσης
και οι χρησιμοποιούμενες νότες είναι παράγοντες που επηρεάζουν αυτό το συναισθηματικό της αντίκτυπο.
Η επίδραση της μουσικής στους ακροατές της προκύπτει συνειρμικά και σχετίζεται με τις κλίμακες (σύνολα από νότες) που χρησιμοποιούν οι συνθέτες,
καθώς μιμούνται τα χαρακτηριστικά της ομιλίας, που κι αυτή δημιουργεί συναισθήματα.
Δηλαδή, διαφορετικά σύνολα από νότες σε κλίμακες ή συγχορδίες (συνηχήσεις) δημιουργούν διαφορετικά συναισθήματα.
Στον 9ο και 10ο αιώνα χρησιμοποιούσαν κατάλληλους μουσικούς «τρόπους» προσπαθώντας να δημιουργήσουν αισθήματα ευλάβειας
και υποταγής στους ακροατές και ταυτόχρονα να διαχωρίσουν την εκκλησιαστική από τη λαϊκή μουσική.
Σήμερα χρησιμοποιούνται πολλές και διαφορετικές κλίμακες που δημιουργούν μια ποικιλία συναισθηματικών καταστάσεων.
Ακόμη, όμως, κι αν κρατήσουμε την ίδια ένταση, τον ίδιο ρυθμό και ηχόχρωμα,
μια μείζονα κλίμακα (ιωνικός τρόπος) συνεχίζει μέχρι τις μέρες μας να προσλαμβάνεται ως χαρούμενη και ζωηρή,
αφού οι μελωδίες που παράγονται από αυτή περιέχουν σε μεγάλο ποσοστό διαστήματα μεγάλης τρίτης.
Το αντίθετο συμβαίνει σε μια ελάσσονα κλίμακα (αιολικός τρόπος ),
η οποία ακούγεται ως λυπητερή, νοσταλγική έως και σκοτεινή,
καθώς σε αυτήν τα διαστήματα μικρής τρίτης κατέχουν το μεγαλύτερο ποσοστό.
Συνεχίζοντας μ’ αυτήν την απαραίτητη μουσική ορολογία θα επιχειρήσουμε μια σύγκριση της μουσικής με την ομιλία και τα συναισθήματα που δημιουργούνται.
Σε μια τέτοια σύγκριση θα παρατηρήσουμε πως τα άτομα που για κάποιον λόγο μιλούν μονότονα,
χωρίς διακυμάνσεις στη φωνή τους,
χάνουν την ικανότητα μετάδοσης συναισθημάτων.
Αν πάλι έχουμε μια ομιλία με διάθεση ζωηρή και χαρούμενη είναι σαν να χρησιμοποιούμε τις μείζονες κλίμακες στη μουσική,
σε αντίθεση με την ήπια και λυπημένη ομιλία που προσομοιάζει στις ελάσσονες κλίμακες,
κι όλα αυτά παρόλο που η ομιλία δεν περιλαμβάνει αυτούσια μουσικά διαστήματα.
Μπορούμε, επίσης, να συγκρίνουμε τα μουσικά και ηχητικά σήματα και τις συναισθηματικές επιδράσεις τους,
αν παρατηρήσουμε την ένταση και τις θεμελιώδεις συχνότητες αυτών σε μείζονα ή ελάσσονα κλίμακα,
ενώ στην ομιλία αρκεί να παρατηρήσουμε τη ζωηρή ή ήπια διάθεση,
καθώς αυτή μάς μεταδίδει πληροφορίες όχι μόνο για την συναισθηματική κατάσταση του ομιλητή,
αλλά και για την ηλικία,
το σωματικό μέγεθος και το φύλο.
Γενικά, μπορούμε να πούμε πως τα ακουστικά χαρακτηριστικά μιας ζωηρής ομιλίας αντικατοπτρίζονται καλύτερα στη μείζονα κλίμακα,
ενώ της ήπιας στην ελάσσονα, προσφέροντας έτσι μια βάση στα συναισθήματα που παράγονται,
ενώ η έλξη μας στην ανθρώπινη φωνή μάς κάνει να θεωρούμε πιο ελκυστικά τα ηχητικά σήματα που μοιάζουν σ΄ αυτή.
Έτσι, η φωνή θα είναι πάντα ο μεγάλος πρωταγωνιστής ανάμεσα στα μέλη μιας ορχήστρας,
όπως ο ομιλητής που συνεπαίρνει τα πλήθη,
ακόμα κι αν δεν καταλαβαίνουν όλα όσα λέει,
κάτι που συνέβαινε – με όσους δεν γνώριζαν Ελληνικά – κι ακούγανε στην αρχαία Ρώμη τους Έλληνες ρήτορες.
* Ο Αθανασιος Ανδρικάκης είναι μαθηματικός και διοικητικό στέλεχος στο Αριστοτέλειο Εκπαιδευτήριο Σερρών