25/04/2024
17.1 C
Serres
Αρχική ΒΗΜΑ Πολιτική Τα κυριαρχικά δικαιώματα της Ελλάδας και της Κύπρου θυσία στο βωμό της Καπιταλιστικής Ανάπτυξης!

Τα κυριαρχικά δικαιώματα της Ελλάδας και της Κύπρου θυσία στο βωμό της Καπιταλιστικής Ανάπτυξης!

Τα κυριαρχικά δικαιώματα της Ελλάδας και της Κύπρου θυσία στο βωμό της Καπιταλιστικής Ανάπτυξης!
64611507 436281030254655 1347025606587449344 n

Τα κυριαρχικά δικαιώματα της Ελλάδας και της Κύπρου θυσία στο βωμό της Καπιταλιστικής Ανάπτυξης!

Γράφει ο Χουβαρδάς Γιάννης*

Η εισβολή του Τουρκικού πλοίου-γεωτρύπανου «Φατίχ» (πορθητής) στην Κυπριακή Αποκλειστική Οικονομική Ζώνη (ΑΟΖ) το απόγευμα της 3ης Μάη και η έναρξη γεωτρήσεων στο (στόχο) «Finike 1»,

σηματοδοτούν την περεταίρω κλιμάκωση της Τουρκικής επιθετικότητας στην Αν. Μεσόγειο, σε νέα ποιοτικά ανώτερα επίπεδα.

Το συγκεκριμένο γεγονός επιβεβαιώνεται και από άλλες εξελίξεις, όπως:

BMW x2 ix2 web banner mathe perissotera 1

Η εξαγγελία από τον Τούρκο Υπ. Ενέργειας Φ. Ντονμέζ της έλευσης εντός του Ιούνη στην Αν. Μεσόγειο και του γεωτρύπανου «Γιαβούζ».

Οι παροτρύνσεις του Τουρκικού τύπου στην πολιτική ηγεσία της χώρας να προχωρήσει σε ανακήρυξη ΑΟΖ στη μεσόγειο.

Η δημόσια παρέμβαση του Τούρκου υποναυάρχου Τ. Γιαϊτσί σχετικά με τη δυνατότητα της Άγκυρας να χαράξει διαγώνιες γραμμές,

για να καθορίσει τις θαλάσσιες ζώνες της και να υπογράψει συμφωνίες οριοθέτησης ΑΟΖ με Λιβύη, Ισραήλ και Λίβανο,


εξαφανίζοντας την Ελληνική Υφαλοκρηπίδα στο Καστελόριζο.

Τέλος, οι απειλές του ηγέτη του ψευδοκράτους Μ. Ακιντζί για την επιδείνωση του «υφιστάμενου κατεστημένου» στην Κύπρο αν δεν συμφωνήσουν οι Ελληνοκύπριοι

και οι Τουρκοκύπριοι στον καταμερισμό του φυσικού πλούτου που βρίσκεται γύρω από το νησί.

Την ίδια ώρα η στάση της Δύσης απέναντι στις Τουρκικές κινήσεις στην Αν. Μεσόγειο χαρακτηρίζεται από ανοχή και κατανόηση (ΗΠΑ, Ηνωμένο Βασίλειο, Γερμανία)


έως τη φραστική (αλλά μέχρι εκεί) καταδίκη (ΕΕ, Γαλλία).

Χαρακτηριστικός, ως προς το αληθές της συγκεκριμένης θέσης,

είναι ο τρόπος με τον οποίο η Δύση αντιμετώπισε την εισβολή του «Φατίχ» στην Κυπριακή ΑΟΖ.

Οι ΗΠΑ, το Η.Β και η Γερμανία καταδίκασαν τις γεωτρήσεις,

ωστόσο αρνήθηκαν να αναγνωρίσουν την κυριαρχία της Κυπριακής Δημοκρατίας (ΚΔ) επί της ΑΟΖ της,

δεχόμενες ότι αποτελεί διαφιλονικούμενη περιοχή!

 Οι ΗΠΑ δήλωσαν σχετικά με την Κυπριακή ΑΟΖ ότι είναι «διεκδικούμενη» από την ΚΔ,

η Γερμανία ότι παρατηρεί «νομικά προβλήματα»

και το Η.Β ότι είναι «αμφισβητούμενης κυριαρχίας».

Από την άλλη μεριά η ΕΕ και η Γαλλία,

ναι μεν καταδίκασαν κατηγορηματικά τις Τουρκικές ενέργειες, ωστόσο αρνήθηκαν να κάνουν κάτι περισσότερο απ’ αυτό.

Η Γαλλία δεν χρησιμοποίησε τη στρατιωτική της ισχύ για να αποτρέψει τις γεωτρήσεις,

ενώ η ΕΕ δεν επέβαλε κάποιο τιμωρητικό μέτρο (π.χ κυρώσεις) στην Άγκυρα για το γεγονός της παραβίασης της Κυπριακής (τμήμα της Ευρωενωσιακής) ΑΟΖ.

Ταυτόχρονα αντίστοιχη στάση με αυτή της Γαλλίας και της ΕΕ επέδειξαν το Ισραήλ και η Αίγυπτος,

δύο σημαντικές δυνάμεις στην περιφέρεια της Αν. Μεσογείου.

Σε αυτές τις συνθήκες η Τουρκία πραγματοποίησε μια «δεύτερη εισβολή» (όπως την αποκάλεσε ο Κύπριος Πρόεδρος) στην επικράτεια της ΚΔ,

αποσπώντας de facto από την κυριαρχία αυτής ένα μέρος της Υφαλοκρηπίδας της.

Παράλληλα η Άγκυρα,

εκμεταλλευόμενη την “αγωνία” των ΗΠΑ για την άμεση υλοποίηση των Μέτρων Οικοδόμησης Εμπιστοσύνης (ΜΟΕ) μεταξύ Ελλάδας-Τουρκίας,

προκειμένου να αποτραπεί η εμφάνιση ρωγμών στην Αν. πτέρυγα του ΝΑΤΟ ως αποτέλεσμα ενδεχόμενης όξυνσης του Ελληνοτουρκικού ανταγωνισμού,

επιμένει στο να συμπεριληφθεί στην ατζέντα της διαπραγμάτευσης για τα ΜΟΕ,

το σύνολο των απαιτήσεων της σε Μεσόγειο-Αιγαίο.              

Οι παραπάνω εξελίξεις αποτυπώνουν με τον πλέον εμφατικό τρόπο ότι,

η Στρατηγική της αποδοχής ρόλου «μεντεσέ» για λογαριασμό της Δύσης στην Αν. Μεσόγειο,

την οποία έχουν υιοθετήσει Ελλάδα και Κύπρος,

εκθέτει τα κυριαρχικά τους δικαιώματα σε θανάσιμους κινδύνους!

Οι κυβερνώντες σε Αθήνα και Λευκωσία αντιλαμβάνονται την όξυνση του ανταγωνισμού Δύσης-Ρωσίας και Δύσης-Ιράν,

σε συνδυασμό με την παράλληλη επιδείνωση των σχέσεων Δύσης-Τουρκίας,

ως ευκαιρία για να αυξηθεί το «ειδικό βάρος» των κρατών τους εντός του Δυτικού στρατοπέδου.

Συνακόλουθα πρωταγωνιστούν στην προώθηση των Ευρωατλανιτκών σχεδιασμών στην περιοχή, δηλώνοντας στην κοινή γνώμη,

ότι έτσι εξασφαλίζεται η υποστήριξη της Δύσης σε φλέγοντα ζητήματα,

όπως το Κυπριακό και οι Τουρκικές διεκδικήσεις στο Αιγαίο.

Οι συγκεκριμένοι σχεδιασμοί αφορούν μια σειρά τομείς,

όπως η άμυνα, η ενέργεια,

ο έλεγχος των εμπορικών οδών, η διαχείριση των προσφυγικού ζητήματος κ.α,

ενώ αποσκοπούν στην ανάσχεση της αυξανόμενης επιρροής ανταγωνιστικών προς τη Δύση δυνάμεων,

όπως η Ρωσία, η Κίνα και το Ιράν.

Ωστόσο για μια σειρά λόγους η υλοποίηση τους είναι πολύ δύσκολη υπόθεση δίχως την υποστήριξη της Τουρκίας.

Αρχικά η χρήση της βάσης του Ιντσιρλίκ εξακολουθεί να είναι κρίσιμης σημασίας για τη Δύση όσον αφορά τη διεξαγωγή στρατιωτικών επιχειρήσεων στη Μ. Ανατολή (ιδιαίτερα για τη δυνατότητα των ΗΠΑ να εξακολουθήσουν να παρεμβαίνουν σε Συρία και Ιράκ),

περισσότερο από κάθε άλλη εναλλακτική επιλογή.

Παράλληλα η Τουρκία μπορεί να παρέχει σημαντικές διευκολύνσεις στην προσπάθεια των Βρυξελλών και της Ουάσιγκτον να διαφοροποιήσουν τις εισαγωγές υδρογονανθράκων (Υ/Α) της ΕΕ από τη Ρωσία (ήδη παρέχει ανάλογη υπηρεσία μέσω της όδευσης του αγωγού φ.α TANAP από το έδαφος της,

ο οποίος συνδέεται με τον TAP,

και ο οποίος θα μεταφέρει φ.α από το Αζερμπαϊτζάν στην ΕΕ).

Ένα δίκτυο αγωγών που θα μετέφερε φ.α από την Αν. Μεσόγειο στην ΕΕ μέσω Τουρκίας θα ήταν μια πολύ φτηνότερη

και σαφέστατα ασφαλέστερη επιλογή από αυτήν της κατασκευής του πανάκριβου (12 δις $) αγωγού East Med (θα μεταφέρει φ.α στην ενδοχώρα της ΕΕ μέσω Κύπρου και Ελλάδας),

η οποία αναγκαστικά θα επιχειρηθεί εν μέσω Τουρκικών “παρενοχλήσεων”.

Αντίστοιχα θα διευκολυνόταν και η επιλογή της εξαγωγής υγροποιημένου φ.α (LNG) από την Αν. Μεσόγειο στην ΕΕ μέσω της χρήσης των τερματικών του Idku και της Damietta στην Αίγυπτο,

εφόσον η Τουρκία συναινούσε στην επίλυση του Κυπριακού και σταματούσε τις στρατιωτικές της προκλήσεις στην Κυπριακή ΑΟΖ,

δημιουργώντας με αυτόν τον τρόπο το περιβάλλον ασφάλειας και σταθερότητας που χρειάζονται οι ιδιωτικές πετρελαϊκές πολυεθνικές εταιρείες για να επενδύσουν στην εκμετάλλευση των Υ/Α της περιοχής.

Επιπλέον η Τουρκία,

εξαιτίας της γεωγραφικής της θέσης, διαδραματίζει καθοριστικό ρόλο στον έλεγχο των εμπορικών ροών μεταξύ Ευρώπης-Ασίας και μεταξύ Μαύρης Θάλασσας-Μεσογείου,

αλλά και στην διευκόλυνση ή όχι των διαφόρων περιφερειακών αναπτυξιακών σχεδιασμών των μεγάλων ιμπεριαλιστικών δυνάμεων,

όπως αυτοί εκφράζονται μέσω των διαφόρων επενδυτικών project.

Ως εκ τούτου μπορεί να συμβάλλει σημαντικά στις προσπάθειες της Δύσης,

είτε αυτές αφορούν την άσκηση οικονομικής πίεσης στο Ιράν,

είτε αφορούν την παρεμπόδιση της Κινεζικής πρωτοβουλίας Belt and Road (BRI) και των Ρωσικών κινήσεων στα πλαίσια της «Ευρύτερης Ευρασιατικής Εταιρικής Σχέσης»,

με τις οποίες από κοινού Μόσχα και Πεκίνο φιλοδοξούν να “ολοκληρώσουν” την Ευρασία.

Τέλος η συμφωνία Τουρκίας-ΕΕ του 2016 έχει καταστήσει την Άγκυρα κρίσιμο εταίρο της Δύσης στη διαχείριση του προσφυγικού-μεταναστευτικού ζητήματος.

Σε αυτά τα πλαίσια οι Δυτικοί σχεδιασμοί στην Αν. Μεσόγειο σχετίζονται

και με την ανάγκη επανευθυγράμμισης της εξωτερικής πολιτικής της Τουρκίας στις στρατηγικές επιδιώξεις της Δύσης και δη στην απομάκρυνση της από τη Ρωσία και το Ιράν.

Για την εξυπηρέτηση αυτών η Αθήνα και η Λευκωσία μετέχουν στην τακτική «καρότο και μαστίγιο» που ακολουθεί η Δύση έναντι της Άγκυρας.

Σε αυτή τη βάση προσκαλούν την Τουρκία σε διαπραγματεύσεις με σκοπό την επίτευξη συμφωνίας στο Κυπριακό και στο Αιγαίο,

προτάσσοντας ως μοντέλο λύσης την πολυαγαπημένη στις ΗΠΑ-ΕΕ Συμφωνία των Πρεσπών.

Το “Καρότο” που προσφέρει η Δύση στην Τουρκία για την ρυμούλκηση της στην κατεύθυνση της συμφωνίας,

είναι τα οφέλη που θα προκύψουν γι’ αυτήν στους τομείς της οικονομίας και της ασφάλειας από την συνδιαχείριση της Κύπρου (μαζί με την Ελληνό-Κυπριακή κοινότητα) και περιοχών του Αιγαίου (μαζί με την Ελλάδα),

στα πλαίσια μιας οργανικότερης ένταξης της Αν. Μεσογείου στο Δυτικό στρατόπεδο.

Η συμφωνία της Ελλάδας και της Κύπρου στο παραπάνω πλαίσιο,

αλλά και το που τελικά οδηγεί αυτό,

αποτυπώνονται στην πορεία που ακολουθούν οι διαπραγματεύσεις για το Κυπριακό από το 2014 και έπειτα,

με διακύβευμα τη συγκρότηση μιας διζωνικής-δικοινοτικής ομοσπονδίας ή ακόμη και μιας περισσότερο αποκεντρωμένης συνομοσπονδίας.

Επί της ουσίας έχει γίνει αποδεκτή η διχοτόμηση του νησιού,

μέσω της κατάργησης της ΚΔ και της αντικατάστασης της από έναν μη λειτουργικό κρατικό συνεταιρισμό δύο αυτόνομων συνιστώντων κρατιδίων,

του οποίου τα κυριαρχικά δικαιώματα ουσιαστικά θα ασκούνται από τη Δύση και ο οποίος θα νομιμοποιεί σε συντριπτικό βαθμό τα πεπραγμένα της Τουρκικής εισβολής-κατοχής.

Παράλληλα  στις ανακοινώσεις των ΗΠΑ, άλλων χωρών της Δύσης και πλέον,

με αφορμή τις γεωτρήσεις του «Φατίχ», του ΟΗΕ,

τονίζεται ότι οι Κυπριακοί Υ/Α θα είναι στην αρμοδιότητα της μελλοντικής ομοσπονδιακής κυβέρνησης.

Από την άλλη μεριά η Δύση αξιοποιεί τα τριμερή σχήματα συνεργασίας που έχουν συνάψει Ελλάδα και Κύπρος με Ισραήλ και Αίγυπτο,

αλλά και το σκηνικό Ελληνοτουρκικού πολέμου που στήνεται στο Αιγαίο ως “μαστίγιο” έναντι της Άγκυρας.

Η Δύση απειλεί την Τουρκία με αποκλεισμό από τις δομές ασφαλείας που οικοδομεί στην Αν. Μεσόγειο έναντι της Ρωσίας

και του Ιράν (τέτοιο ρόλο φιλοδοξούν να αποκτήσουν τα τριμερή σχήματα συνεργασίας με την περεταίρω υποστήριξη ή ακόμη και τη συμμετοχή των ΗΠΑ και χωρών της ΕΕ).

Αντίστοιχα αξιοποιεί την ενεργειακή δίψα της Άγκυρας, απειλώντας τη ότι δε θα απολαύσει τα οφέλη της εκμετάλλευσης των Υ/Α της Αν. Μεσογείου.

Αυτό θα συμβεί εφόσον η εξαγωγή των Υ/Α στην ΕΕ προχωρήσει μέσω του East Med ή των τερματικών της Αιγύπτου,

δίχως την πρωτύτερη λύση του Κυπριακού,

καθώς η Τουρκία θα χάσει τόσο τη δυνατότητα του οικονομικού οφέλους από την εξαγωγή-πώληση τους (μέσω του Τουρκοκυπριακού συνιστών κρατιδίου),

όσο και της τροφοδοσία της με αυτούς,

αλλά και τα έσοδα από τα τέλη διέλευσης τους (μέσω ενός αγωγού Αν. Μεσογείου-Τουρκίας-ΕΕ).

Τέλος η πιθανότητα ενεργότερης ανάμειξης της Δύσης στο Αιγαίο με τη δικαιολογία της αποτροπής μιας Ελληνοτουρκικής σύρραξης,

ενισχύει το ενδεχόμενο τελικά η ίδια η Δύση (λογικά μέσω του ΝΑΤΟ) να αναλάβει την κυριότητα των «γκρίζων ζωνών»

και όχι η Τουρκία ή η Ελλάδα (ο νόμιμος κύριος αυτών των περιοχών).           

Βλέπουμε λοιπόν, ότι τα κυριαρχικά δικαιώματα της Ελλάδας και της Κύπρου αποτελούν ήδη μέρος ενός σκληρού Ανατολίτικου παζαριού μεταξύ Δύσης-Τουρκίας,

ενώ η στρατιωτική ισχύς της Ελλάδος και τα τριμερή σχήματα συνεργασίας που μετέχουν Αθήνα-Λευκωσία χρησιμοποιούνται ως μοχλός πίεσης για την επιτυχή ευόδωση του!

Την ίδια στιγμή η όξυνση του ανταγωνισμού Δύσης-Ρωσίας και Δύσης-Ιράν ωθεί τη Μόσχα και την Τεχεράνη,

δύο παραδοσιακούς και υπαρξιακούς ανταγωνιστές της Τουρκίας,

 να επιδιώκουν την περεταίρω σύσφιξη των δεσμών τους μαζί της.

Σε ένα περιβάλλον οικονομικών κυρώσεων, έντασης των εξοπλισμών,

περιφερειακής αστάθειας (Μ. Ανατολή-Καύκασος-Κεντρική Ασία-Ουκρανία) και στρατιωτικής περικύκλωσης από τη Δύση,

Ιράν και Ρωσία επιχειρούν με κάθε τρόπο να συντηρήσουν και να διευρύνουν το χάσμα Δύσης-Τουρκίας.

Ως εκ τούτου προσφέρουν υποστήριξη στις Τουρκικές θέσεις σε ζητήματα,

όπου Δύση και Τουρκία διαφωνούν.

Από την άλλη μεριά, για τους λόγους που αναλύσαμε παραπάνω,

αλλά και για το αντίκτυπο που έχει η στάση της Άγκυρας στις εξελίξεις στη Μ. Ανατολή,

ούτε για τη Δύση είναι νοητή η ρήξη με την Τουρκία,

καθώς θα εξανάγκαζε την τελευταία να αναζητήσει καταφύγιο στην αγκαλιά της Ρωσίας και του Ιράν.  

Παράλληλα η πλήρης ρήξη με την Τουρκία δεν αποτελεί ρεαλιστική επιλογή ούτε για το Ισραήλ ούτε για την Αίγυπτο.

Άλλωστε οι διαφορές που έχουν σήμερα με την Άγκυρα οι συγκεκριμένες χώρες είναι συγκυριακές και όχι παραδοσιακές,

όπως συμβαίνει με την Ελλάδα και την Κύπρο.

Οφείλονται στη στήριξη που παρέχει η Τουρκία στην Παλαιστινιακή οργάνωση Hamas,

που μάχεται το Ισραήλ στη Λωρίδα της Γάζας,

αλλά και στη Μουσουλμανική Αδελφότητα της Αιγύπτου,

η οποία απειλεί την εξουσία της στρατιωτικής κυβέρνησης στη χώρα,

ενώ σχετίζονται και με τη δυσαρέσκεια που προκαλεί σε Κάιρο και Τελ-Αβίβ η αύξηση της Τουρκικής επιρροής στην Ερυθρά Θάλασσα.

Ωστόσο ο κυριότερος εχθρός του Ισραήλ, όπως και της Σαουδικής Αραβίας και των Ηνωμένων Αραβικών Εμιράτων,

δηλαδή των ισχυρότερων στηριγμάτων της Αιγυπτιακής κυβέρνησης, είναι το Ιράν.

Ως εκ τούτου μια ολική ρήξη με την Τουρκία,

η οποία αντικειμενικά θα έφερνε εγγύτερα την Άγκυρα και την Τεχεράνη,

θα αποδυνάμωνε τον αντί-Ιρανικό αγώνα αυτών των δυνάμεων.

Πρόσθετα μια υπέρ του δέοντος προσέγγιση της Αιγύπτου με το Ισραήλ και άλλες φίλο-Ισραηλινές δυνάμεις (όπως είναι πλέον η Ελλάδα και η Κύπρος),

σε μια περίοδο που κλιμακώνεται η Ισραηλινή επιθετικότητα έναντι των Παλαιστινίων,

θα επέφερε την πρόσθετη από-νομιμοποίηση της Αιγυπτιακής κυβέρνησης στην κοινωνία της χωράς,

ενώ η Τουρκία εμφανίζεται ως αρωγός της Παλαιστινιακής αντίστασης.

Σε αυτά τα πλαίσια επουδενί δεν μπορεί να αποκλειστεί το ενδεχόμενο Αίγυπτος και Ισραήλ να επιχειρήσουν να αναθερμάνουν τις σχέσεις τους με την Τουρκία.

Να μην ξεχνάμε άλλωστε πως από το 2016 Τουρκία και Ισραήλ έχουν κατανοήσει την ανάγκη εξομάλυνσης της σχέσης τους και προσπαθούν γι’ αυτό.           

Η συγκεκριμένη κατάσταση ευνοεί την τακτική της Άγκυρας να λειτουργεί ως «εκκρεμές»

και να διαπραγματεύεται όλο και πιο σκληρά με τους Δυτικούς της συμμάχους και τους Ασιατικούς της εταίρους την ικανοποίηση των συμφερόντων της,

χρησιμοποιώντας τον ένα ενάντια στον άλλο.

 Σήμερα τα δύο από τα τρία ζωτικότερα για την Τουρκία ζητήματα,

τα οποία διαπραγματεύεται με τις μεγάλες δυνάμεις,

αφορούν άμεσα τα κυριαρχικά δικαιώματα της Ελλάδας και της Κύπρου.

Αυτά είναι:

1) Η ανεμπόδιστη έξοδος της στις ανοιχτές θάλασσες και η μετατροπή της σε ναυτική δύναμη,

ζήτημα που σκοντάφτει στην Ελληνική και Κυπριακή Υφαλοκρηπίδα και Αιγιαλίτιδα Ζώνη.

2) Η επίτευξη της ενεργειακής της ασφάλειας, η οποία, μετά την υλοποίηση των αγωγών Blue Stream και Turkish Stream (Ρωσικών συμφερόντων) και του TANAP (Δυτικών συμφερόντων),

περνά, τουλάχιστον για το φ.α, μέσα από τη συμμετοχή της στην εκμετάλλευση των Υ/Α της Αν. Μεσογείου.

Παράλληλα το τρίτο και σημαντικότερο ζήτημα που απασχολεί την Τουρκική πολιτική ηγεσία είναι η αποτροπή της δημιουργίας Κουρδικού κράτους στο «μαλακό της υπογάστριο»

και η κατοχύρωση μιας διευρυμένης σφαίρας επιρροής στη Βόρεια Μεσοποταμία (Συρία, Ιράκ).

Συνεπώς γίνεται εύκολα κατανοητό, ότι όσο διατηρείται σε υψηλά επίπεδα ο ανταγωνισμός Δύσης-Ρωσίας και Δύσης-Ιράν,

τόσο θα μεγαλώνει ο κίνδυνος περιορισμού των Ελληνικών και Κυπριακών κυριαρχικών δικαιωμάτων.

Διαφορετικά θα ήταν τα πράγματα ενδεχομένως στην αντίθετη περίπτωση,

της ύφεσης των ιμπεριαλιστικών ανταγωνισμών.

Στο ενδεχόμενο ενός γενικού και μακράς διάρκειας Αμερικανό-Ρωσικού συμβιβασμού,

η Τουρκία πιθανά να βρισκόταν όντως “μεταξύ «Αμερικανικής» σφύρας και «Ρωσικής» άκμονος”,

καθώς απουσία του μεταξύ τους ανταγωνισμού καμία από τις δύο δυνάμεις,

για τους δικούς της λόγους ή κάθε μία, δε θα επιθυμούσε την παγίωση της Τουρκίας στο ρόλο του περιφερειακού ηγεμόνα της Αν. Μεσογείου.

Δυστυχώς όμως η σύγχρονη τάση στις διεθνείς σχέσεις είναι διαφορετική, οι ανταγωνισμοί θα συνεχίσουν να οξύνονται,

ενώ η κλιμάκωση των πολεμικών αναμετρήσεων δε μπορεί να αποκλειστεί.

Το οξύμωρο είναι ότι η πολιτική του “μεντεσέ” για λογαριασμό της Δύσης,

την οποία ακολουθούν Ελλάδα και Κύπρος,

συμβάλλει στην ενίσχυση της παραπάνω τάσης.

Στη βάση όλων των παραπάνω προκύπτει εύλογα το ερώτημα:

Γιατί Αθήνα και Λευκωσία εφαρμόζουν μια εξωτερική πολιτική που είναι επιζήμια για τα κυριαρχικά τους δικαιώματα;

Κατά τη γνώμη του συγγραφέα αυτό συμβαίνει διότι, στην πολιτική αντίληψη της συντριπτικής πλειοψηφίας του πολιτικού και διπλωματικού προσωπικού των δύο χωρών,

το «εθνικό» συμφέρον είναι απόλυτα ταυτισμένο με την ανάπτυξη της οικονομίας.

Δηλαδή είναι ταυτισμένο με την αύξηση της κερδοφορίας των μονοπωλιακών επιχειρηματικών ομίλων και των άλλων μεγάλων καπιταλιστικών επιχειρήσεων,

εφόσον μιλάμε για οικονομίες της ελεύθερης αγοράς.

Πληγωμένες από την οικονομική κρίση και τις επώδυνες δανειακές συμβάσεις,

αλλά και ευάλωτες στις επιπτώσεις μιας πιθανής παγκόσμιας οικονομικής ύφεσης,

οι οικονομίες των δύο χωρών χρειάζονται κατ’ επειγόντως “ενέσεις ανάπτυξης”.

Σε αυτή την ανάγκη έρχεται να απαντήσει το πολιτικό τους προσωπικό,

αποδεχόμενο τις προτάσεις της Δύσης για συνδιαχείριση (δηλαδή εκχώρηση) ενός μέρους της εθνικής τους κυριαρχίας με την Τουρκία.

Ως αντάλλαγμα προσδοκά οφέλη για την οικονομία,

τα οποία υποτίθεται ότι θα προκύψουν από την εκμετάλλευση των Υ/Α,

τη διεύρυνση του εμπορίου και την εισροή επενδύσεων,

σε ένα περιβάλλον περιφερειακής σταθερότητας,

όπου η Αν. Μεσόγειος θα είναι μια Δυτική λίμνη.               

*Ο Χουβαρδάς Γιάννης είναι Διεθνολόγος-Πολιτικός Επιστήμονας

444