Για τον Δημήτρη Ρίζο γράφει ο Γιάννης Καλογερούδης
Ο Δημήτρης Ρίζος γεννήθηκε στην Πρώτη Σερρών το 1936, και λίγα χρόνια μετά η οικογένειά του μετακόμισε στη Δράμα, όπου μαθητής ακόμα,
σε ηλικία 14 ετών υπέγραψε το πρώτο του ρεπορτάζ στην εφημερίδα «Πρωινός Τύπος της Δράμας».
Ήταν εκδότης των εφημερίδων «Ελεύθερος Τύπος» και «Αδέσμευτος Τύπος» ενώ τα τελευταία χρόνια έπασχε από σοβαρά προβλήματα υγείας.
Είχε στενή σχέση με τον Κωνσταντίνο Καραμανλή λόγω του πατέρα του και για αυτό το λόγο ο Δημήτρης Ρίζος βρέθηκε πολύ σύντομα στο γραφείο του.
Όταν ο Καραμανλής ήταν υπουργός Δημοσίων Εργων,
ο νεαρός τότε Δημήτρης Ρίζος έγινε αρχικά το παιδί για όλες τις δουλειές.
Το βράδυ που επέστρεψε ο Κ.Καραμανλής από το Παρίσι,
ο Ρίζος ήταν στον Έβρο ως επιστρατευμένος,
αλλά την επομένη καλήθηκε να επιστρέψει στην Αθήνα για να είναι δίπλα στον πρώτο πρωθυπουργό της Μεταπολίτευσης.
Λίγο αργότερα εργάστηκε ως δημοσιογράφος στην ιστορική «Βραδυνή» του Τζώρτζη Αθανασιάδη, χωρίς να εγκαταλείψει μέχρι το 1980 το πρωθυπουργικό γραφείο.
Η μεταγραφή του στον «Ελεύθερο Τύπο» δεν εκτόξευσε μόνο τις δικές του μετοχές, αλλά και αυτές της εφημερίδας, αφού το δισέλιδο που υπέγραφε με τίτλο «Ανάδελφος Τύπος» έγινε αμέσως το αγαπημένο των αναγνωστών.
Όταν έφυγε από την εφημερίδα πήγε στον «Αδέσμευτο Τύπο», όπου και παρέμεινε για αρκετά χρόνια.
Ο Γιάννης Καλογερούδης γράφει για τον Δημήτρη Ρίζο
Εκεί γύρω στα 1956-57, ο Δημήτρης Ρίζος, εικοσάχρονο παιδί ακόμη, αναλαμβάνει, δοκιμαστικά, υπηρεσία στο Ιδιαίτερο γραφείο του τότε πρωθυπουργού Κωνσταντίνου Καραμανλή.
Σταλμένος από τον πατέρα του, Χρήστο Ρίζο, από τη Δράμα όπου διέμενε πλέον η οικογένεια, στην Αθήνα προκειμένου να “θητεύσει” δίπλα στον Καραμανλή,
τον παλιό συμμαθητή, συγχωριανό και φίλο που είχε φθάσει στο ύπατο αξίωμα.
Μετά τις πρώτες εβδομάδες, ο νεαρός και σπιρτόζος Δημήτρης εμφανίζεται στο γραφείο με κοστούμι και γραβάτα για πρώτη φορά.
Ο “τα πάντα παρατηρών” Καραμανλής προσέχει την ενδυματολογική αλλαγή και βλοσυρός του απευθύνει το λόγο:
– “Δεν μου λες μικρέ, που το βρήκες το κοστούμι αυτό ;”
– “Ε, να, κύριε πρόεδρε, μου είπε ο πατέρας μου οτι τώρα που φαίνεται πως θα με κρατήσετε κοντά σας στο γραφείο, θα πρέπει να ράψω ένα δυο κοστούμια για να είμαι πιο καλοντυμένος, και για το λόγο αυτό μου έστειλε κάποια χρήματα”
– “Μάλιστα… Για πάρε τον πατέρα σου στο τηλέφωνο να του μιλήσω”, του ζητά ο Καραμανλής…
…..
-” Έλα Χρήστο, τι γίνεσαι, τι κάνει η Σοφία;”
-” Όλα καλά πρόεδρε, έγινε τίποτε με τον μικρό;”
-” Όχι, απλώς ήρθε στο γραφείο κοστουμαρισμένος, και μου είπε πως του έστειλες εσύ χρήματα για να είναι πιο ευπαρουσίαστος”
-” Πράγματι εγώ του έστειλα τα χρήματα, ώστε τώρα που θα τον κρατήσεις εκεί, να έρχεται στο γραφείο καλοντυμένος”
…..
Μετά την πατρική διαβεβαίωση, και την επαλήθευση ότι τίποτε το “πονηρό” δεν υπήρχε στην ενδυματολογική αναβάθμιση του νεαρού, ο Καραμανλής παίρνει ένα μπιλιετάκι, το υπογράφει, και λέει στον νεαρό Δημήτρη :
– ” Πήγαινε σ’ αυτή τη διεύθυνση, εκεί είναι ο ράφτης μου… Θα του πεις να σου ράψει δύο κοστούμια και να τα χρεώσει σε μένα… Τα υπόλοιπα χρήματα του πατέρα σου να τα κρατήσεις εσύ” !
Την ιστορία μας τη διηγήθηκε ο Δημήτρης σ’ αυτή τη συνάντηση στο πατρικό μας στο χωριό, ανάμεσα σε άλλες πολλές, παραπολιτικές, ή πικάντικες, εκείνη την ημέρα του καλοκαιριού του 2009, καθώς θυμόταν με τον πατέρα μου τα παιδικά τους χρόνια στο χαγιάτι αυτό, τότε που δεν υπήρχε ακόμη η μεσοτοιχία που φαίνεται στη φωτογραφία.
Καλό παράδεισο θείε Δημήτρη !