Ο θάνατος έχει το πλοίο και με ταξιδεύει
στον ουρανό στους κήπους
στην ερχόμενη ματιά μετά την άλλη
και με φέρνει εδώ στο μακρινό καφενέ.
Οι ώρες θα κυλήσουν αύριο πάλι
αλλά μην κάνετε το λάθος
ίδιες δε θα ‘ναι
παρά μεγαλώνουν τα βάσανα των Ελλήνων
ξεχειλίζει το ποτήρι πονούν πιότερο
τα πλευρά μου στη σκληρή στρωμνή.
Μονάχα περιμένω τα βραδάκια
σχίζουν με άρωμα το αγέρι
κλείνονται κι αυτά στην προσμονή
θέλουν χαρά, δεν έχουν τα βραδάκια.
Είναι ο θάνατος που στρέφει τις λαβές
στις θύρες
σφαλίζει την καρδιά.
Και μέσα μου τραβά το δρόμο
προς το ακατοίκητο το σπίτι
ακούω στην αιώνια γειτονιά
πικραμένοι κουβεντιάζουν κάτω απ’ τον
σκονισμένο λαμπτήρα
και στα παράθυρα του καλοκαιριού
ακούω δείπνα.
Ψηλά η νύχτα μοιάζει έρωτας
αυτοκτονεί ο διάττων. Είμ’ ένας άνθρωπος φανταστικός.
Με αυτά τα λόγια του ποιητή Νίκου Καρούζου αποχαιρετώ τον φίλο μου Ερρίκο Βλάχμπεη που έφυγε στα 94 του χρόνια για το μεγάλο ταξίδι του Τετάρτη 15 Δεκεμβρίου.
Δεν μπορώ να ξεχάσω τον Ερρίκο που γνώρισα το 1985 σε μια ερασιτεχνική παράσταση στον Ορφέα. Πολλές φορές συζήτησα μαζί του. Ήταν αφανής, τρυφερός και αργάτης, πραγματικός αργάτης, άνθρωπος δοσμένος ολόψυχα σ’ αυτό που κάνει, αποφασισμένος να προσφέρει το δικό του λιθαράκι στην λογοτεχνία και τον πολιτισμό προβαίνοντας συχνά σε μύριες παραχωρήσεις από την προσωπική ή επαγγελματική του ζωή.
Κάτι τέτοιες στιγμές σκέφτομαι πως στις ψυχές τέτοιων ανθρώπων όπως του Ερρίκου μεταλαμπαδεύτηκε κάτι από το πάθος και το μεράκι του κυνηγημένου να φτιάξει μια καινούργια ζωή και ένα άλλο ωραίο κόσμο για ένα καλύτερο αύριο.
Και αυτό το αύριο δε θα ήταν μόνο αγαθά και ανέσεις αλλά αγώνες στη ζωή και πολλά στολίδια της ψυχής που μόνο η λογοτεχνία δημιουργεί.
Θυμάμαι τα λόγια σου…
“Αγαπητέ μου Παύλο, γεννήθηκα από γονείς φτωχούς, από πατέρα καπνεργάτη. Δεν μπόρεσα να σπουδάσω. Έβγαλα το δημοτικό στα Σέρρας. Επειδή έχασα τον πατέρα μου πολύ νωρίς, μπήκα στη βιοπάλη της ζωής. Έπρεπε να δουλέψω για να τραφώ. Πολλές δουλειές έκανα, εργάτης στα λιγνιτωρυχεία των Σερρών, στους δρόμους, τυροκόμος, εργάτης στα εκκοκιστήρια στα βαμβάκια. Όταν απολύθηκα από το στρατό έγινα έμπορος. Αλλά όπως αλλού έχω δηλώσει, το γράψιμο, (λένε: πως γίνεται ένας έμπορος να ασχολείται με τα γράμματα;) το είχα από μικρό παιδί. Και όταν ήμουν εργάτης και όταν έπειτα έγινα έμπορος έγραφα συνέχεια. Στην αρχή με πεζοτράγουδα και μετά με τον πεζό λόγο με το διήγημα.
Βέβαια τα πρώτα χρόνια έγραφα, και τα γραφτά μου έπρεπε να περάσουν από κάποιον άλλον πιο δυνατό στην ορθογραφία, στην γλώσσα, διότι είχα πολλά ορθογραφικά λάθη ακόμη και συνταχτικά” …
“Το είδος του επαγγέλματος που έκανα μου έδινε συγκινήσεις, ερχόμουν σε επαφή με τον κόσμο και γνώριζα και έπαιρνα ιδέες και άλλα πολλά. Και όταν όλη την ημέρα κάτι με συγκινούσε το δούλευα μέσα στο μυαλό μου και το μεσημέρι κυρίως τα καλοκαίρια που ήταν η ώρα της ξεκούρασης από τις 1.30μ.μ. μέχρι τις 4.30μ.μ. μέσα στο αυτοκίνητο καθόμουνα και έγραψα το διήγημα.
Τα περισσότερα διηγήματά μου τα έχω γράψει μέσα στο αυτοκίνητο. Βέβαια για βιβλία για να βγάλω βιβλία τα οικονομικά ήταν λίγο δύσκολα” …
“Σύντροφο σ’ αυτό το ωραίο ταξίδι στη ζωή μου είχα την Βέτα. Δεκα εννέα χρονών ήταν όταν την αρραβωνιάστηκα. Περάσαμε και ωραίες και δύσκολες στιγμές. Ο θάνατος του Αλέξανδρου πριν πέντε χρόνια μας τσάκισε και τους δύο. Πρέπει όμως να σταθώ δίπλα της γιατί ο πόνος της μάνας για τον θάνατο του παιδιού της είναι αβάσταχτος ” …
Κίνησες λοιπόν Ερρίκο σκιά χιμερική το αγύριστο ταξίδι για τα Ηλύσια του Ομήρου για τ’ άυλα νησάκια των ψυχών το αιώνιο αραξοβόλι.
Καλό ταξίδι αγαπημένε μου φίλε. Ας είναι ελαφρύ το χώμα που σε σκεπάζει.